Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

ΑΡΓΥΡΗΣ ΚΟΒΑΤΣΗΣ

Ο ΑΡΓΥΡΗΣ ΚΟΒΑΤΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΥΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣΕ ΣΤΟ ΟΧΥΡΟ ΤΟΥ ΕΧΙΝΟΥ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1940-41

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Δημήτρης A. Μαυρίδης-Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΟΧΥΡΟ ΕΧΙΝΟΣ

Μάχη στο Οχυρό Εχίνος. Απρίλιος του 1941.

Το Οχυρό Εχίνος βρίσκεται βόρεια της πόλης της Ξάνθης, 30 χιλιόμετρα από αυτήν και μέσα στη δασώδη ορεινή περιοχή της νότιας Ροδόπης, κοντά στα σύνορα της χώρας μας με τη γειτονική Βουλγαρία. 
     Τα εκτεταμένα χερσαία σύνορα της χώρας  μας με την Βουλγαρία είχαν οχυρωθεί κατά τη δεκαετία του 1930, ενέργεια που θεωρήθηκε απαραίτητη, δεδομένης της αδιάλλακτης αναθεωρητικής στάσης της Βουλγαρίας κατά τον Μεσοπόλεμο. Από το υστέρημα και τον μόχθο του ελληνικού λαού είχε κατασκευασθεί μία επιβλητική γραμμή 19 οχυρών από την κοιλάδα του Αξιού μέχρι τον Νέστο. Επρόκειτο για τεράστια συγκροτήματα από σκυρόδεμα και χάλυβα που διέθεταν βοηθητικά αμυντικά συστήματα, ώστε κάθε οχυρό να υποστηρίζει το επόμενο σε συνεχές μέτωπο. Η γραμμή των οχυρών αποτελούσε ένα πάνοπλο φράγμα όλων των προσβάσεων και δρόμων προς Νότο και κάλυπτε συνεχώς την Ανατολική Μακεδονία σε μήκος 155 χιλιομέτρων. Ολόκληρη η αμυντική αυτή γραμμή, που ονομάσθηκε «Γραμμή Μεταξά», περιελάμβανε υπόγειες στοές που κατέληγαν σε παρατηρητήρια και θέσεις άμυνας. Ποικίλα αμυντικά έργα καθιστούσαν την προσέγγιση των εχθρών δυσχερή. Στην Ελληνική Θράκη, το τεράστιο αυτό αμυντικό έργο δεν είχε ολοκληρωθεί. Υπήρχαν μόνο δύο μεμονωμένα ισχυρά οχυρά, αυτό του Εχίνου, που υπεράσπιζε την διάβαση προς την Ξάνθη και αυτό της Νυμφαίας, που κάλυπτε την Κομοτηνή.
     Κατά τον σύντομο Ελληνογερμανικό Πόλεμο, τον Απρίλιο του 1941, τμήμα της λεγόμενης μάχης των Οχυρών αποτελεί η μάχη του Οχυρού Εχίνος, την οποία διεξήγαγε από ελληνικής πλευράς η Ταξιαρχία Νέστου. Η στρατιωτική αυτή μονάδα συγκροτήθηκε από επίστρατους Θράκες πολίτες, οι οποίοι κυριολεκτικά υπεράσπισαν τις εστίες τους. Για πρώτη φορά κατά τη σύγχρονη ιστορία οι Θράκες πολέμησαν για τον τόπο τους. Στις τάξεις των πολεμιστών, μάλιστα, συντάχθηκαν και οι πρόσφυγες του 1922, οι προερχόμενοι από τις πάλαι ποτέ ελληνικές εστίες της Ανατολικής Θράκης, της Μικράς Ασίας και του Πόντου, οι  οποίοι αποτελούν σημαντικό τμήμα του συνολικού πληθυσμού του νομού της Ξάνθης. Οι πρόσφυγες πολέμησαν έτσι για τη νέα πατρίδα τους. Αλλά και οι Έλληνες Πομάκοι, μουσουλμάνοι το θρήσκευμα, που κατοικούν στον ορεινό όγκο της νότιας Ροδόπης,  συντάχθηκαν και αυτοί στις γραμμές της Ταξιαρχίας Νέστου και υπεράσπισαν τα πάτρια εδάφη.

Η Ελλάδα στη δίνη του Παγκόσμιου Πολέμου.

Υποχρεωμένος να αμύνεται και να αντιστέκεται βρίσκεται κατά κανόνα ο ελληνικός λαός. Σε κατάσταση άμυνας και αντίστασης είμαστε αναγκασμένοι να βρισκόμαστε μόνιμα και σταθερά.
     Κατά τον τρομερό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον καταστρεπτικότερο της παγκόσμιας ιστορίας, η Ελλάδα έγινε στόχος της κατακτητικής δαιμονικής ορμής δύο ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών. Η υπερφίαλη, επιθετική και επεκτατική Ιταλία της εποχής εκείνης επιχείρησε να κατακτήσει τη χώρα μας. Η αποτυχία της, αποτέλεσμα της ηρωικής άμυνας και αντίστασης του ελληνικού λαού, υποχρέωσε τη σύμμαχό της αδίστακτη, αλαζονική και στυγνή Γερμανία του 1941 να σπεύσει να διασώσει τη σύμμαχό της Ιταλία, αλλά και να εξασφαλίσει τα Βαλκάνια με προοπτική την επέκταση του πολέμου ανατολικά. Ο γερμανικός στρατός, ο ισχυρότερος του κόσμου κατά την εποχή εκείνη, έλαβε θέσεις κατά μήκος των εκτεταμένων συνόρων Βουλγαρίας-Ελλάδας σχεδιάζοντας να καταλάβει ολόκληρη τη Βαλκανική και να δώσει τέλος στην κατάσταση που η ελληνική αντίσταση είχε δημιουργήσει. Παράλληλα, η σύμμαχος των Γερμανών Βουλγαρία ήταν έτοιμη να επωφεληθεί από ενδεχόμενη νίκη της γερμανικής στρατιάς.
     Την Άνοιξη του 1941 ο ελληνικός στρατός βρισκόταν στην Βόρειο Ήπειρο, τμήμα της οποίας είχε απελευθερώσει, και είχε αποκρούσει τη μεγάλη εαρινή επίθεση των Ιταλών.
     Ωστόσο, οι ανάγκες του αλβανικού μετώπου και η στενότητα των μέσων που διέθετε η χώρα μας, είχαν υποχρεώσει το ελληνικό στρατηγείο να αποδυναμώσει την γραμμή των οχυρών από αριθμό υπερασπιστών και αριθμό πυροβόλων όπλων, που είχαν μεταφερθεί στις αρχές του 1941 στο μέτωπο της Αλβανίας. Τα οχυρά διέθεταν έτσι μειωμένη ικανότητα αντίστασης, ενώ απέναντί τους είχε παραταχθεί ο ισχυρότερος και πλέον εμπειροπόλεμος στρατός του κόσμου.
     Το αγγλικό στρατηγείο, που με μεγάλη καθυστέρηση είχε αρχίσει να αποβιβάζει ένα εκστρατευτικό σώμα στην Ελλάδα, θεώρησε ότι, δεδομένης της συντριπτικής υπεροχής της γερμανικής στρατιάς, η υπεράσπιση της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης ήταν μάταιες. Ζητήθηκε τότε η εγκατάλειψη της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης και ο περιορισμός της άμυνας στον Αλιάκμονα. Η απαίτηση αυτή των Άγγλων απορρίφθηκε από το ελληνικό στρατηγείο, το οποίο αποφάσισε να δώσει μια απέλπιδα μάχη σύμφωνα με τις καλύτερες ελληνικές παραδόσεις.
    
Η Μάχη των Οχυρών

Η Μάχη του Οχυρού Εχίνος εντάσσεται στη γενικότερη μάχη των οχυρών που δόθηκε από τις 6.4.1941 έως τις 10.4.1941.
     Για την προσβολή και κατάληψη της Ελλάδας το γερμανικό στρατηγείο συγκρότησε μία επιβλητική στρατιά από τέσσερα σώματα στρατού με 18 μεραρχίες, εκ των οποίων οι τέσσερις τεθωρακισμένες, που πλαισίωναν χιλιάδες αυτοκίνητα, πυροβόλα και μηχανικά πολεμικά μέσα και συμπλήρωνε μία σύγχρονη αεροπορική δύναμη από 1200 αεροσκάφη.
     Στις 6 Απριλίου 1941 η γερμανική στρατιά προσέβαλε την συμπαγή γραμμή των οχυρών και η Ελλάδα βρέθηκε να πολεμά και με την Γερμανία. Σε μερικές ώρες τα εμπειροπόλεμα πληρώματα των γερμανικών τεθωρακισμένων και οι γερμανοί πιλότοι των αεροπλάνων διεπίστωσαν ότι τα κτυπήματά τους ανταποδίδονταν στα ίσα και ότι οι δρόμοι προς το Αιγαίο ήταν κλειστοί. Η χρήση μοντέρνων όπλων και ισχυρών αεροπορικών μέσων απεδείχθη ατελέσφορη, τόσο ώστε το βράδυ της πρώτης μέρας του πολέμου επεκράτησε αμηχανία στο γερμανικό στρατηγείο και το γερμανικό πολεμικό ανακοινωθέν για πρώτη φορά, μετά από πολλούς μήνες δεν αναφέρθηκε σε σαρωτική νίκη των Γερμανών, αλλά στην «πείσμονα αντίσταση των Ελλήνων». Φαινόταν τότε ότι η τακτική του κεραυνοβόλου πολέμου είχε αποτύχει.
     Παρά την κινητοποίηση μεγάλων μέσων από την πλευρά των Γερμανών και τον σκληρό αγώνα των υπερασπιστών τους η Μάχη των Οχυρών συνεχίστηκε για δύο ακόμη ημέρες με την γραμμή των οχυρών αραγή και ακλόνητη. Ωστόσο, στις 8.4.1941 η ελληνική στρατιά της Ανατολικής Μακεδονίας βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο: τεθωρακισμένες γερμανικές μονάδες είχαν ήδη πλαγιοκοπήσει την γραμμή των Οχυρών εισβάλλοντας στην Ελλάδα από την κοιλάδα του Αξιού, αφού η Γιουγκοσλαβία είχε καταρρεύσει. Τα ελληνικά οχυρά είχαν περικυκλωθεί. Το απόγευμα της 10.4.1941 η ελληνική στρατιωτική διοίκηση της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης συνθηκολόγησε με τους Γερμανούς και παρέδωσε τα οχυρά.

Το Οχυρό Εχίνος

Το Οχυρό Εχίνος βρίσκεται σε λόφο νότια της κωμόπολης Εχίνος, που είναι και το κέντρο των μουσουλμάνων Πομάκων της Ροδόπης. Το οχυρό φρουρεί τον δρόμο που από την μεγάλη πεδιάδα της Βουλγαρίας καταλήγει στο Θρακικό Πέλαγος, αλλά και ελέγχει τη συνάντηση τριών βασικών δρόμων από τους λίγους που διαθέτει η ορεινή Ροδόπη.
     Το Οχυρό Εχίνος αποτελείται από τέσσερα αμυντικά συγκροτήματα που στο μεγαλύτερο τμήμα τους είναι υπόγεια σε βάθος τριών ορόφων. Το κεντρικό οχυρό «Ίσαυρος» πλαισίωναν τα μικρότερα οχυρά «Αναρρωτήριο», «Αντλιοστάσιο», «Σ» και «Μ». Συνολικά το οχυρό διέθετε σε ανάπτυγμα καταφύγεια 765 μέτρων και υπόγειες στοές συνολικού μήκους 1229 μέτρων. Τα αμυντικά συγκροτήματα όμως, δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους με υπόγειες σήραγγες, όπως συμβαίνει στα άλλα οχυρά της γραμμής. Πυροβολεία, πολυβολεία και παρατηρητήρια πλαισιώνουν τα αμυντικά συγκροτήματα. Διοικητής του οχυρού ήταν ο Ταγματάρχης Χρήστος Δρακούσης. Το σύνολο της στρατιωτικής δύναμης του οχυρού ανερχόταν σε 20 αξιωματικούς και 645 στρατιώτες.
     Ο εξοπλισμός του οχυρού παρουσίαζε το 1941 σοβαρές ελλείψεις και εστερείτο πυροβολικού, ώστε να μην μπορεί να αντιμετωπίσει τη συντονισμένη επίθεση του γερμανικού στρατού.  Σημαντικό μάλιστα μέρος του οπλισμού του είχε μεταφερθεί στο μέτωπο της Αλβανίας, όπως είχε μετατεθεί και όλο το τεχνικό προσωπικό του οχυρού.

Η Ταξιαρχία Νέστου

Η ταξιαρχία αυτή είχε συγκροτηθεί από στρατεύσιμους της περιοχής και είχε διοικητή τον συνταγματάρχη Αναστάσιο Καλή που έδρευε στην Ξάνθη. Αποστολή της ήταν η φύλαξη των συνόρων της περιοχής Ξάνθης κλείνοντας όλες τις διόδους από Βορρά προς Νότο. Η αμυντική οργάνωση της Ταξιαρχίας Νέστου περιελάμβανε το απομονωμένο Οχυρό Εχίνος και πολλά πολυβολεία και οχυρώσεις κατά μήκος του Νέστου. Η τακτική της Ταξιαρχίας Νέστου σκόπευε στην καθήλωση των Γερμανών, ώστε να αποφευχθεί η κατάληψη της Ξάνθης και να εμποδισθεί η διάβαση του Νέστου. Ωστόσο, η συντριπτική υπεροχή των γερμανικών δυνάμεων, που είχαν παραταχθεί στα σύνορα της Ελληνικής Θράκης, δεν άφηνε περιθώρια αντοχής στις ελληνικές δυνάμεις. Η γερμανική δύναμη, ένα ολόκληρο σώμα στρατού και τμήματα μιας τεθωρακισμένης μεραρχίας, ήταν τεράστια και δυσανάλογα ισχυρή και σκόπευε να εισβάλει ταχύτατα στην Ανατολική Μακεδονία για να υπερκεράσει τη γραμμή των Οχυρών και να προωθηθεί στα νησιά του Αιγαίου. Παράλληλα, η τεράστια γερμανική δύναμη αποσκοπούσε στο να αποθαρρύνει την Τουρκία από οποιαδήποτε ενέργεια.
     Το πρωί της 6ης Απριλίου του 1941 τα μηχανοκίνητα γερμανικά τμήματα κινήθηκαν στον δρόμο προς το Οχυρό Εχίνος, το οποίο τα καθήλωσε. Παράλληλα, πεζοπόρα τμήματα πρόσβαλαν τα φυλάκια στο Δάσος της Χαϊντούς, τα οποία κράτησαν τους Γερμανούς μέχρι το βράδυ, όταν πήραν διαταγή να συμπτυχθούν.
     Το βράδυ της πρώτης μέρας του πολέμου οι Γερμανοί αποφάσισαν να παρακάμψουν το οχυρό από τα δυτικά και να βαδίσουν από μονοπάτια προς την Ξάνθη, την οποία κατέλαβαν την επόμενη μέρα.
     Την επόμενη μέρα 7.4.1941, δεύτερη μέρα του πολέμου, η Ταξιαρχία Νέστου συμπτύχθηκε οργανωμένα στην δυτική όχθη του Νέστου ανατινάζοντας όλες τις γέφυρες. Την ίδια μέρα παραδόθηκε το Οχυρό της Νυμφαίας. Το Οχυρό Εχίνος βρέθηκε έτσι απομονωμένο από παντού, αλλά συνέχισε να εμποδίζει την δίοδο των γερμανικών μηχανοκίνητων μέσων.
     Στις 8.4.1941, τρίτη μέρα του πολέμου, οι  Γερμανοί βομβάρδισαν τις θέσεις της Ταξιαρχίας Νέστου που είχε οχυρωθεί στη δυτική όχθη του ποταμού στο ύψος των Τοξοτών. Ωστόσο, παρά τον σφοδρό βομβαρδισμό, οι Γερμανοί υπέστησαν αιματηρή ήττα, όταν τα ελληνικά πυροβόλα κατέστρεψαν τις κατάμεστες λέμβους με τις οποίες οι εισβολείς προσπάθησαν να περάσουν τον ποταμό.
     Όμως ο αγώνας των ανδρών της Ταξιαρχίας Νέστου, που εμπόδιζε την διάβαση του ποταμού και είχε καθηλώσει τον εισβολέα, έληξε το πρωί της 10.4.1941, όταν έγινε γνωστή η ελληνική συνθηκολόγηση. Οι άνδρες της Ταξιαρχίας διέφυγαν και διασκορπίστηκαν στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου.

Η Μάχη του Οχυρού Εχίνος

Τα ξημερώματα της 6.4.1941 ο ουρανός γύρω από το οχυρό γέμισε με φωτοβολίδες που ήταν το σύνθημα ότι οι προφυλακές των συνόρων είχαν προσβληθεί από τον εχθρό. Σήμανε συναγερμός και τμήματα από το οχυρό άρχισαν να ανατινάζουν τις γέφυρες και να εκκενώνουν τα γειτονικά χωριά. Ενδεικτικό του φρονήματος των υπερασπιστών του οχυρού είναι ότι υπεδέχθησαν με κραυγές ενθουσιασμού το σήμα του συναγερμού.
     Λίγο πριν το μεσημέρι εμφανίσθηκαν μπροστά στο οχυρό φάλαγγες μοτοσυκλετιστών και ποδηλατών, ενώ πλησίαζε ακάλυπτη σε σχηματισμό παρέλασης φάλαγγα πεζικού. Οι υπερόπτες και παράτολμοι Γερμανοί διασκορπίσθηκαν, όταν οι υπερασπιστές του οχυρού άρχισαν να πυροβολούν ομαδικά. Μπροστά στο οχυρό οι δρόμοι γέμισαν από τραυματίες και νεκρούς Γερμανούς στρατιώτες. Πολύ γρήγορα οι τραυματιοφορείς των Γερμανών μετέφεραν τους τραυματίες στην όχθη του διπλανού ποταμού.
     Τη νύχτα κάτω από πυκνό σκοτάδι δύο λόχοι γερμανικού πεζικού πλησίασαν και συνεπλάκησαν σε μάχη σώμα προς σώμα, πράγμα που συνεχίσθηκε όλη τη νύχτα με τους Γερμανούς να πλησιάζουν και τους Έλληνες να εξέρχονται από το οχυρό για να τους εξουδετερώσουν. Ήδη την πρώτη μέρα της μάχης οι απώλειες των Γερμανών ανερχόταν σε δεκάδες και σχημάτιζαν θλιβερούς σωρούς έξω από το Οχυρό.
     Την επομένη 7.4.1941, δεύτερη μέρα του πολέμου, οι Γερμανοί  πλησίασαν το οχυρό με φάλαγγες αυτοκινήτων και αρμάτων. Είχαν επισκευάσει τις γέφυρες που κατέστρεψαν οι Έλληνες. Παράλληλα, συνέχισαν τους βομβαρδισμούς με βαρέα τηλεβόλα που είχαν μεταφέρει. Ακολούθησε μαζική επίθεση γερμανικού πεζικού, το οποίο βρέθηκε ακάλυπτο με αποτέλεσμα τα πυρά του οχυρού να τους αποκρούσουν και να προξενήσουν μεγάλες απώλειες. Τότε εμφανίσθηκαν πυκνός σχηματισμός από γερμανικά τανκς, τα οποία πήραν θέσεις στους γύρω λόφους, όπου και καθηλώθηκαν και παρέμειναν σε απόσταση ασφαλείας περιμένοντας να νυχτώσει. Το Οχυρό είχε περικυκλωθεί. Ακολούθησαν αλλεπάλληλες σφοδρές επιθέσεις των Γερμανών, κατά τις οποίες οι υπερασπιστές του οχυρού ξαναεπέστρεφαν αστραπιαία τις χειροβομβίδες που τους έριχναν οι Γερμανοί προτού αυτές εκραγούν. Το απόγευμα ήταν φανερό ότι η προσπάθεια κατάληψης του οχυρού κόστιζε ήδη στους Γερμανούς μεγάλο αριθμό ανδρών.
     Από το πρωί της 7.4.1941 το Οχυρό Εχίνος είχε παρακαμφθεί από δυτικά  από τα πεζοπόρα γερμανικά τμήματα, αλλά το οχυρό έφραζε τον κύριο δρόμο ενώ συνέχιζε να εμποδίζει την δίοδό τους χωρίς υποστήριξη από τον γύρω χώρο. Ήδη το οχυρό δεχόταν σφοδρούς βομβαρδισμούς από τηλεβόλα και αεροπλάνα.
     Τη νύχτα της 7ης προς 8η Απριλίου οι ειδικές δυνάμεις των Γερμανών προσπάθησαν να ανοίξουν διόδους με φλογοβόλα και δυναμίτιδα, αλλά αποκρούστηκαν. Στόχος τους ήταν το συγκρότημα «Μ».
     Το πρωί της 8ης Απριλίου, τρίτη μέρα του πολέμου, οι Γερμανοί ενισχύθηκαν και συγκέντρωσαν στην προσπάθειά τους στο ασθενέστερο αμυντικό συγκρότημα «Μ», το οποίο τα άλλα συγκροτήματα δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν, αφού είχαν εξαντλήσει τα πυρομαχικά τους. Οι Γερμανοί σκαπανείς κατόρθωσαν έτσι να επικαθίσουν στην επιφάνεια  του Οχυρού «Μ». Ακολούθησε μέχρι το απόγευμα μάχη σώμα προς σώμα, κατά την οποία οι Γερμανοί ανατίναζαν με δυναμίτη τις στοές για να διοχετεύσουν καπνογόνα και δηλητηριώδη αέρια, ώστε να αναγκάσουν τους υπερασπιστές να παραδοθούν. Το απόγευμα διακόπηκε η επικοινωνία με το αμυντικό συγκρότημα που είχε εξαντλήσει τα πυρομαχικά του. Απόπειρα των Ελλήνων να ανακαταλάβουν το συγκρότημα απέτυχε. 
     Η νύχτα της 8ης προς την 9η Απριλίου άρχισε με πυκνούς πυροβολισμούς με τους οποίους τα υπόλοιπα τρία συγκροτήματα προσπαθούσαν να εμποδίσουν τους Γερμανούς να πλησιάσουν. Ωστόσο, τα ελληνικά πυρομαχικά είχαν εξαντληθεί και ο βαρύς εξοπλισμός είχε αχρηστευθεί. Στο συγκρότημα του «Αναρρωτηρίου» οι Γερμανοί διοχέτευσαν ασφυξιογόνα αέρια με αποτέλεσμα να προσβληθούν οι μισοί από τους υπερασπιστές του και να καταφύγουν στο κεντρικό συγκρότημα «Ίσαυρος».
     Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα ήταν φανερό ότι τα δύο συγκροτήματα που απέμεναν στα χέρια των Ελλήνων δεν θα μπορούσαν να ανθέξουν και δεν διέθεταν πλέον πυρομαχικά. Τα μεσάνυχτα ο Διοικητής του οχυρού κάλεσε τους αξιωματικούς σε συμβούλιο όπου διαπιστώθηκε ότι ο αγώνας δεν μπορούσε να συνεχισθεί και συμφωνήθηκε η εγκατάλειψη του οχυρού και η συνέχιση του αγώνα από την δυτική όχθη του Νέστου. Η εγκατάλειψη του οχυρού έγινε τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 9.4.1941 από κρυφές εξόδους από τις οποίες διέρρευσαν κάτω από καταρρακτώδη βροχή 18 αξιωματικοί και 550 στρατιώτες μεταφέροντας στα χέρια τους τραυματίες. Η φρουρά κατευθύνθηκε συντεταγμένη προς την Ξάνθη. Σύντομα όμως πληροφορήθηκε ότι η Ξάνθη και η Κομοτηνή βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή. Μη έχοντας οδό διαφυγής οι υπερασπιστές του Οχυρού Εχίνος αναγκάσθηκαν να παραδοθούν στις 9.4.1941. Κατά τη μεταφορά των αιχμαλώτων στην Ξάνθη, οι Ξανθιώτες υπό τα βλέμματα των Γερμανών υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό και συγκινητικές εκδηλώσεις τους πολεμιστές.

Η σημασία της Μάχης των Οχυρών

Η χωρίς ελπίδα νίκης Μάχη των Οχυρών, δόθηκε εναντίον συντριπτικά ισχυρότερων εχθρικών δυνάμεων και επαναλαμβάνει τη γνωστή από την αρχαία, μέση και νεότερη ελληνική ιστορία στάση των Ελλήνων να πολεμούν ανυποχώρητα και με οποιεσδήποτε αντικειμενικές συνθήκες. Ήδη στην κλασσική αρχαιότητα, οι μάχες των Περσικών Πολέμων γέννησαν στους ιστορικούς, τους ποιητές και τους φιλοσόφους την απορία για το τι είναι εκείνο που εμψυχώνει έναν ασθενέστερο αντίπαλο να αντισταθεί απέναντι σε έναν ισχυρό εισβολέα και να νικήσει. Ο  Ηρόδοτος μας παρουσιάζει τον Ξέρξη να οδηγεί την ασιατική πανστρατιά κατά της Ελλάδας, να απορεί και να ανησυχεί μπροστά στην ακατανόητη για αυτόν επιμονή των Ελλήνων να περιφρονούν τους  συντριπτικούς αριθμούς της κολοσσιαίας στρατιάς του και να αντιστέκονται. Πέρα από τις ερμηνείες που αποδίδουν την υπεροχή των Ελλήνων σε όρους πολιτικής διακυβέρνησης, ο Πλάτων έδωσε μία φιλοσοφική και συμβολική ερμηνεία, κατά την οποία νομοτελειακά ο πολιτισμός θα κατανικήσει τον βαρβαρισμό και τη βία και θα επιβάλει την κοσμική τάξη. Πρόκειται για την ιδέα της υπεράσπισης της κοσμικής τάξης. Η ιδεαλιστική αυτή ερμηνεία στηρίζει το φρόνημά μας και γίνεται αρχή κάτω από την οποία οι Έλληνες δίνουν ένα ηθικιστικό περιεχόμενο στις αντιθέσεις τους με τους άλλους λαούς. Η ιδέα της κατίσχυσης του πολιτισμού προς τον βαρβαρισμό συνεχίζει έκτοτε να συνοδεύει τους αγώνες του Γένους και να τροφοδοτεί το φρόνημά του. Ο πολιτισμός θα είναι μόνιμα και σταθερά δικαιωμένος απέναντι στην άδικη επιβουλή της δύναμης και βέβαια θα βρίσκεται πάντα αντιμέτωπος με τον βαρβαρισμό. Οι Έλληνες θα παραμένουν πάντα ιδιαίτεροι, αφού μόνιμα θα υπερασπίζονται τον πολιτισμό απέναντι στη βαρβαρότητα. Μέσα στα πλατιά κύματα της ιστοριας ο απόηχος του πλατωνικού ιδεαλισμού φθάνει μέχρι τις μέρες μας.

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010